τριγωνομετρικές συναρτήσεις
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]τριγωνομετρικές συναρτήσεις • (trigonometrikés synartíseis) f
- Plural form of τριγωνομετρική συνάρτηση (trigonometrikí synártisi).
τριγωνομετρικές συναρτήσεις • (trigonometrikés synartíseis) f