υπαξιωματικός
Greek
Noun
υπαξιωματικός • (ypaxiomatikós) m (plural υπαξιωματικοί)
Declension
Declension of υπαξιωματικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπαξιωματικός • | υπαξιωματικοί • |
genitive | υπαξιωματικού • | υπαξιωματικών • |
accusative | υπαξιωματικό • | υπαξιωματικούς • |
vocative | υπαξιωματικέ • | υπαξιωματικοί • |