υπόσχεση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]υπόσχεση • (ypóschesi) f (plural υποσχέσεις)
Declension
[edit]Declension of υπόσχεση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | υπόσχεση • | υποσχέσεις • | |
genitive | υπόσχεσης • | υποσχέσεων • | |
accusative | υπόσχεση • | υποσχέσεις • | |
vocative | υπόσχεση • | υποσχέσεις • | |
Older or formal genitive singular: υποσχέσεως • |
Related terms
[edit]- ανυπόσχετος (anypóschetos, “unpromising”)
- υποσχετικό n (yposchetikó, “pledge”)
- υποσχετικός (yposchetikós, “promissory”, adjective)
- υποσχόμαι (yposchómai, “to promise”)