φθινοπωρινές ισημερίες

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

φθινοπωρινές ισημερίες (fthinoporinés isimeríesf

  1. Plural form of φθινοπωρινή ισημερία (fthinoporiní isimería).