αλλόπιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αλλόπιστος • (allópistos) m (feminine αλλόπιστη, neuter αλλόπιστο)
Declension
[edit]Declension of αλλόπιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλλόπιστος • | αλλόπιστη • | αλλόπιστο • | αλλόπιστοι • | αλλόπιστες • | αλλόπιστα • |
genitive | αλλόπιστου • | αλλόπιστης • | αλλόπιστου • | αλλόπιστων • | αλλόπιστων • | αλλόπιστων • |
accusative | αλλόπιστο • | αλλόπιστη • | αλλόπιστο • | αλλόπιστους • | αλλόπιστες • | αλλόπιστα • |
vocative | αλλόπιστε • | αλλόπιστη • | αλλόπιστο • | αλλόπιστοι • | αλλόπιστες • | αλλόπιστα • |
Synonyms
[edit]- αλλόθρησκος (allóthriskos)