αμμοκονίαμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αμμοκονία f (ammokonía)
Noun
[edit]αμμοκονίαμα • (ammokoníama) n (plural αμμοκονιάματα)
Declension
[edit]Declension of αμμοκονίαμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμμοκονίαμα • | αμμοκονιάματα • |
genitive | αμμοκονιάματος • | αμμοκονιαμάτων • |
accusative | αμμοκονίαμα • | αμμοκονιάματα • |
vocative | αμμοκονίαμα • | αμμοκονιάματα • |
Coordinate terms
[edit]- see: κονίαμα n (koníama, “mortar”)
Related terms
[edit]- αμμοκονιαστής m (ammokoniastís, “plasterer”)