ασκητισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ασκητισμός • (askitismós) m (usually uncountable, plural ασκητισμοί)
Declension
[edit]Declension of ασκητισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασκητισμός • | ασκητισμοί • |
genitive | ασκητισμού • | ασκητισμών • |
accusative | ασκητισμό • | ασκητισμούς • |
vocative | ασκητισμέ • | ασκητισμοί • |
Related terms
[edit]- see: ασκητικός (askitikós, “ascetic”, adjective)
Further reading
[edit]- ασκητισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language