τραγικός
Greek
Adjective
τραγικός • (tragikós) m (feminine τραγική, neuter τραγικό)
Declension
Declension of τραγικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τραγικός • | τραγική • | τραγικό • | τραγικοί • | τραγικές • | τραγικά • |
genitive | τραγικού • | τραγικής • | τραγικού • | τραγικών • | τραγικών • | τραγικών • |
accusative | τραγικό • | τραγική • | τραγικό • | τραγικούς • | τραγικές • | τραγικά • |
vocative | τραγικέ • | τραγική • | τραγικό • | τραγικοί • | τραγικές • | τραγικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τραγικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τραγικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation