ενδοκρινολόγος
Greek
[edit]Noun
[edit]ενδοκρινολόγος • (endokrinológos) m or f (plural ενδοκρινολόγοι)
Declension
[edit]Declension of ενδοκρινολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενδοκρινολόγος • | ενδοκρινολόγοι • |
genitive | ενδοκρινολόγου • | ενδοκρινολόγων • |
accusative | ενδοκρινολόγο • | ενδοκρινολόγους • |
vocative | ενδοκρινολόγε • | ενδοκρινολόγοι • |
Related terms
[edit]- ενδοκρινολογία f (endokrinología, “endocrinology”)
- ενδοκρινής (endokrinís, “endocrine”)