ημερολογιογράφος
Greek
[edit]Noun
[edit]ημερολογιογράφος • (imerologiográfos) m or f (plural ημερολογιογράφοι)
- diarist (keeper of a diary/journal)
Declension
[edit]Declension of ημερολογιογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημερολογιογράφος • | ημερολογιογράφοι • |
genitive | ημερολογιογράφου • | ημερολογιογράφων • |
accusative | ημερολογιογράφο • | ημερολογιογράφους • |
vocative | ημερολογιογράφε • | ημερολογιογράφοι • |