μαγνητόφωνο
Greek
Noun
4=Please see Module:checkparams for help with this warning.
μαγνητόφωνο • (magnitófono) n
Declension
Declension of μαγνητόφωνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαγνητόφωνο • | μαγνητόφωνα • |
genitive | μαγνητοφώνου •, μαγνητόφωνου • | μαγνητοφώνων • |
accusative | μαγνητόφωνο • | μαγνητόφωνα • |
vocative | μαγνητόφωνο • | μαγνητόφωνα • |