ημερομηνία
Greek
Noun
ημερομηνία • (imerominía) f (plural ημερομηνίες)
- date (a specific day)
Declension
Declension of ημερομηνία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημερομηνία • | ημερομηνίες • |
genitive | ημερομηνίας • | ημερομηνιών • |
accusative | ημερομηνία • | ημερομηνίες • |
vocative | ημερομηνία • | ημερομηνίες • |