ημερομηνία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἡμέρᾱ (hēmérā, “day”) + μήν (mḗn, “month”) + -ίᾱ (-íā), modeled after νουμήνιος (noumḗnios).
Noun
[edit]ημερομηνία • (imerominía) f (plural ημερομηνίες)
- date (a specific day)
Declension
[edit]Declension of ημερομηνία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημερομηνία • | ημερομηνίες • |
genitive | ημερομηνίας • | ημερομηνιών • |
accusative | ημερομηνία • | ημερομηνίες • |
vocative | ημερομηνία • | ημερομηνίες • |