διάρθρωση
Greek
Noun
διάρθρωση • (diárthrosi) f (plural διαρθρώσεις)
- structure, layout (how parts of a whole are arranged)
- μοριακή διάρθρωση ― moriakí diárthrosi ― molecular structure
- διάρθρωση των κυττάρων ― diárthrosi ton kyttáron ― cell structure
- conformation
Declension
Declension of διάρθρωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | διάρθρωση • | διαρθρώσεις • | |
genitive | διάρθρωσης • | διαρθρώσεων • | |
accusative | διάρθρωση • | διαρθρώσεις • | |
vocative | διάρθρωση • | διαρθρώσεις • | |
Older or formal genitive singular: διαρθρώσεως • |
Synonyms
- (conformation): διαμόρφωση f (diamórfosi)
- (layout): διάταξη f (diátaxi)
Related terms
- αναδιάρθρωση f (anadiárthrosi, “restructuring”)
- αναδιαρθρώνω (anadiarthróno, “to restructe”)
- διαρθρώνω (diarthróno, “to assemble”)