κακάσχημος
Greek
Etymology
κακός (kakós, “bad”) + άσχημος (áschimos, “ugly”)
Pronunciation
Adjective
κακάσχημος • (kakáschimos) m (feminine κακάσχημη, neuter κακάσχημο)
- (derogatory) butt-ugly, ugly as sin, hideous (exceptionally ugly)
- Αυτή είναι όμορφη αλλά η αδερφή της είναι κακάσχημη.
- Aftí eínai ómorfi allá i aderfí tis eínai kakáschimi.
- She's beautiful, but her sister is as ugly as sin.
Declension
Declension of κακάσχημος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κακάσχημος • | κακάσχημη • | κακάσχημο • | κακάσχημοι • | κακάσχημες • | κακάσχημα • |
genitive | κακάσχημου • | κακάσχημης • | κακάσχημου • | κακάσχημων • | κακάσχημων • | κακάσχημων • |
accusative | κακάσχημο • | κακάσχημη • | κακάσχημο • | κακάσχημους • | κακάσχημες • | κακάσχημα • |
vocative | κακάσχημε • | κακάσχημη • | κακάσχημο • | κακάσχημοι • | κακάσχημες • | κακάσχημα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κακάσχημος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κακάσχημος, etc.) |
Antonyms
- (hideous, exceptionally ugly): πανέμορφος (panémorfos, “stunning, gorgeous”), πεντάμορφος (pentámorfos, “stunning”), ωραιότατος (oraiótatos, “most lovely, stunning”)