πρόσθεση
Greek
Noun
πρόσθεση • (prósthesi) f (plural προσθέσεις)
Declension
Declension of πρόσθεση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | πρόσθεση • | προσθέσεις • | |
genitive | πρόσθεσης • | προσθέσεων • | |
accusative | πρόσθεση • | προσθέσεις • | |
vocative | πρόσθεση • | προσθέσεις • | |
Older or formal genitive singular: προσθέσεως • |
Antonyms
- αφαίρεση f (afaíresi, “subtraction”)
Related terms
- προσθετικός (prosthetikós, “prosthetic”)
Further reading
- πρόσθεση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el