γλυπτική
Greek
[edit]Noun
[edit]γλυπτική • (glyptikí) f (plural γλυπτικές)
Declension
[edit]Declension of γλυπτική
Synonyms
[edit]- αγαλματοποιία f (agalmatopoiía)
Related terms
[edit]- γλύπτης m (glýptis, “sculptor”)
- γλύπτρια f (glýptria, “sculptor”)
- γλυπτό n (glyptó, “sculpture object”)
- γλυπτός (glyptós, “sculptured”)
Further reading
[edit]- γλυπτική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el