αερόλιθος
Greek
[edit]Noun
[edit]αερόλιθος • (aerólithos) m (plural αερόλιθοι)
Declension
[edit]Declension of αερόλιθος
Synonyms
[edit]- μετεωρίτης m (meteorítis, “meteorite”)
Further reading
[edit]- μετεωρίτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el