ανεμόμυλος
Greek
Etymology
άνεμος (ánemos, “wind”) + μύλος (mýlos, “mill”)
Noun
ανεμόμυλος • (anemómylos) m (plural ανεμόμυλοι)
Declension
Declension of ανεμόμυλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανεμόμυλος • | ανεμόμυλοι • |
genitive | ανεμόμυλου • | ανεμόμυλων • |
accusative | ανεμόμυλο • | ανεμόμυλους • |
vocative | ανεμόμυλε • | ανεμόμυλοι • |
Related terms
- see: άνεμος m (ánemos, “wind”)
Coordinate terms
- αιολικό πάρκο n (aiolikó párko, “wind farm”)
- ανεμαντλία f (anemantlía, “windpump”)
- ανεμογεννήτρια f (anemogennítria, “wind turbone”)
- ανεμοκινητήρας m (anemokinitíras, “wind generator”)
Further reading
- ανεμόμυλος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- ανεμόμυλος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language