κυλινδρόμυλος
Greek
[edit]Etymology
[edit]κύλινδρος (kýlindros, “cylinder”) + μύλος (mýlos, “mill”)
Noun
[edit]κυλινδρόμυλος • (kylindrómylos) m (plural κυλινδρόμυλοι)
Declension
[edit]Declension of κυλινδρόμυλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κυλινδρόμυλος • | κυλινδρόμυλοι • |
genitive | κυλινδρόμυλου • | κυλινδρόμυλων • |
accusative | κυλινδρόμυλο • | κυλινδρόμυλους • |
vocative | κυλινδρόμυλε • | κυλινδρόμυλοι • |
Related terms
[edit]- see: μύλος m (mýlos, “mill”)