δημαρχία
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek δημαρχία (dēmarkhía), equivalent to δήμαρχος (dímarchos, “mayor”) + -ία (-ía).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]δημαρχία • (dimarchía) f (plural δημαρχίες)
- mayoralty (office or term of office of a mayor)
- Αυτό χτίστηκε υπό την προηγούμενη δημαρχία.
- Aftó chtístike ypó tin proïgoúmeni dimarchía.
- That was built under the previous mayoralty.
- Επειδή παραιτήθηκε ο δήμαρχος, ο αντιδήμαρχος ασκεί την δημαρχία.
- Epeidí paraitíthike o dímarchos, o antidímarchos askeí tin dimarchía.
- Because the mayor resigned, the deputy mayor is exercising the mayoralty.
- (figuratively) town hall, city hall (building that houses the government offices of a municipality, town or city)
- Αύριο θα υπάρξει μια μικρή διαδήλωση έξω από τη δημαρχία.
- Ávrio tha ypárxei mia mikrí diadílosi éxo apó ti dimarchía.
- Tomorrow, there'll be a small protest outside the town hall.
Declension
[edit]Declension of δημαρχία
Synonyms
[edit]- δημαρχείο n (dimarcheío, “town hall, city hall”)
- δημαρχιλίκι n (dimarchilíki, “mayoralty”, colloquial)
Related terms
[edit]- see: δήμαρχος m or f (dímarchos, “mayor”)