Category:Greek terms inherited from Ancient Greek
Jump to navigation
Jump to search
Newest pages ordered by last category link update |
---|
Oldest pages ordered by last edit |
Fundamental » All languages » Greek » Terms by etymology » Inherited terms » Ancient Greek
Greek terms inherited from Ancient Greek.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek terms inherited from Ancient Greek"
The following 200 pages are in this category, out of 2,838 total.
(previous page) (next page)O
Α
- α
- α-
- Ααρών
- αβαθής
- άβακας
- αββάς
- αβγό
- αβδηρίτης
- αβέβαιος
- αβέλτερος
- αβλαβής
- αβροδίαιτος
- αβρός
- αγαθοεργία
- αγαθοεργός
- αγαθός
- αγαλλίαση
- άγαλμα
- άγαν
- αγανός
- αγαπάω
- αγάπη
- αγαπητός
- αγαπώ
- Άγαρ
- αγγαρεύω
- αγγίζω
- αγγούρι
- αγελάδα
- αγελαίος
- αγέλη
- αγένεια
- αγενής
- αγέννητος
- αγενώς
- αγεωμέτρητος
- Αγησίλαος
- αγιάζω
- άγιος
- αγκάθι
- αγκάλη
- αγκινάρα
- άγκιστρο
- αγκύλι
- άγκυρα
- αγκώνας
- αγλαός
- αγνισμός
- άγνοια
- αγνός
- αγνώμων
- αγνωστικός
- άγνωστος
- αγορά
- αγοράζω
- αγοραίος
- αγορανόμος
- αγορεύω
- αγόρι
- άγουρος
- άγραφος
- άγριος
- Αγρίππας
- αγύρτης
- αγχιστεία
- άγω
- αγωγή
- αγώνας
- αγωνία
- αγωνίζομαι
- Αδάμ
- αδαμάντινος
- αδάμας
- αδάμαστος
- άδειος
- αδελφή
- αδελφός
- αδέσποτος
- Άδης
- αδιαίρετος
- άδικος
- αδικώ
- αδράχτι
- Αδριανούπολη
- αδρός
- αδύναμος
- αδύνατος
- άε
- αεί
- αειθαλής
- αέρας
- αετός
- αηδής
- αηδία
- Αθανασάκειος
- αθέρας
- αθερίνα
- Αθήνα
- Αθηνά
- άθλιος
- άθλος
- αθώος
- άι
- Αίας
- αίγα
- αίγαγρος
- αιγίθαλος
- Αίγινα
- Αίγιο
- αιθάλη
- αιθέρας
- αιθήρ
- αίλουρος
- αίμα
- αιμάσσω
- αινετός
- αίνος
- Αιολίδα
- Αίολος
- αιπόλος
- αισθητής
- αισθητός
- αίσιος
- αίσχος
- αισχροκέρδεια
- αισχροκερδής
- αισχροκερδώ
- αισχρότητα
- αίτηση
- αιτία
- αιτιατική
- αίτιος
- αιχμή
- αιώνας
- αιωνιότητα
- αιωρούμαι
- άκακος
- ακάματος
- άκαμπτος
- άκαρπος
- ακατάληκτος
- ακερδής
- ακέφαλος
- -άκις
- ακοή
- ακολασία
- ακολουθία
- ακόλουθος
- ακολουθώ
- ακοντιστής
- ακοσμία
- άκοσμος
- άκουσον
- άκουσον, άκουσον
- ακουστός
- ακούω
- άκρη
- ακριβός
- άκρο
- ακροάζομαι
- ακροβυστία
- ακροποσθία
- άκρος
- ακροχορδών
- ακρωτήριο
- ακτέα
- ακτένιστος
- ακτινογραφία
- άκων
- αλάκερος
- αλαλαγή
- αλάτι
- αλγεινός
- αλγολαγνεία
- άλγος
- αλέθω
- άλειμμα
- αλείφω
- αλέκτορας
- αλεπού
- αλέτρι
- αλεύρι
- αλήθεια
- αληθής
- αληθινός
- αληθώς
- αλήτης
- αλίμενος
- Άλιμος
- αλιφασκιά
- αλκαϊκός
- Αλκαμένης
- Άλκηστη
- Αλκιβιάδης
- άλκιμος
- Αλκμήνη
- αλλαγή
- αλλάζω
- αλλοδοξία