αληθινός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀληθινός
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek ἀληθινός (alēthinós).
Adjective
[edit]αληθινός • (alithinós) m (feminine αληθινή, neuter αληθινό)
Declension
[edit]Declension of αληθινός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αληθινός • | αληθινή • | αληθινό • | αληθινοί • | αληθινές • | αληθινά • |
genitive | αληθινού • | αληθινής • | αληθινού • | αληθινών • | αληθινών • | αληθινών • |
accusative | αληθινό • | αληθινή • | αληθινό • | αληθινούς • | αληθινές • | αληθινά • |
vocative | αληθινέ • | αληθινή • | αληθινό • | αληθινοί • | αληθινές • | αληθινά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αληθινός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αληθινός, etc.) |
Synonyms
[edit]- πραγματικός (pragmatikós)
Related terms
[edit]- see: αλήθεια f (alítheia, “truth”)
Descendants
[edit]- → Aromanian: alithinos
References
[edit]- αληθινός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language