ανάλγητος
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανάλγητος • (análgitos) m (feminine ανάλγητη, neuter ανάλγητο)
Declension
[edit]Declension of ανάλγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανάλγητος • | ανάλγητη • | ανάλγητο • | ανάλγητοι • | ανάλγητες • | ανάλγητα • |
genitive | ανάλγητου • | ανάλγητης • | ανάλγητου • | ανάλγητων • | ανάλγητων • | ανάλγητων • |
accusative | ανάλγητο • | ανάλγητη • | ανάλγητο • | ανάλγητους • | ανάλγητες • | ανάλγητα • |
vocative | ανάλγητε • | ανάλγητη • | ανάλγητο • | ανάλγητοι • | ανάλγητες • | ανάλγητα • |
Related terms
[edit]- αναλγησία f (analgisía, “analgesia; callousness”)
- and see: άλγος n (álgos, “pain”)