περιεχόμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιεχόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της παθητικής μετοχής περιεχόμενος του ρήματος περιέχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιεχόμενο ουδέτερο
- αυτό που περιέχεται σε ένα δοχείο, ένα κουτί, μία συσκευασία κ.λπ.
- (γλώσσα) οι πληροφορίες ή οι ιδέες που περιέχονται σε ένα γραπτό ή προφορικό κείμενο (σε αντιπαραβολή με τη μορφή)
- (στον πληθυντικό) περιεχόμενα: ο κατάλογος των κεφαλαίων και των ενοτήτων ενός βιβλίου.