αδιαπραγμάτευτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αδιαπραγμάτευτος • (adiapragmáteftos) m (feminine αδιαπραγμάτευτη, neuter αδιαπραγμάτευτο)
- not negotiable, unnegotiable
Declension[edit]
Declension of αδιαπραγμάτευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαπραγμάτευτος • | αδιαπραγμάτευτη • | αδιαπραγμάτευτο • | αδιαπραγμάτευτοι • | αδιαπραγμάτευτες • | αδιαπραγμάτευτα • |
genitive | αδιαπραγμάτευτου • | αδιαπραγμάτευτης • | αδιαπραγμάτευτου • | αδιαπραγμάτευτων • | αδιαπραγμάτευτων • | αδιαπραγμάτευτων • |
accusative | αδιαπραγμάτευτο • | αδιαπραγμάτευτη • | αδιαπραγμάτευτο • | αδιαπραγμάτευτους • | αδιαπραγμάτευτες • | αδιαπραγμάτευτα • |
vocative | αδιαπραγμάτευτε • | αδιαπραγμάτευτη • | αδιαπραγμάτευτο • | αδιαπραγμάτευτοι • | αδιαπραγμάτευτες • | αδιαπραγμάτευτα • |
Related terms[edit]
- διαπραγματεύσιμος (diapragmatéfsimos, “negotiable”)