ακατάκτητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ακατάκτητος • (akatáktitos) m (feminine ακατάκτητη, neuter ακατάκτητο)
Declension[edit]
Declension of ακατάκτητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατάκτητος • | ακατάκτητη • | ακατάκτητο • | ακατάκτητοι • | ακατάκτητες • | ακατάκτητα • |
genitive | ακατάκτητου • | ακατάκτητης • | ακατάκτητου • | ακατάκτητων • | ακατάκτητων • | ακατάκτητων • |
accusative | ακατάκτητο • | ακατάκτητη • | ακατάκτητο • | ακατάκτητους • | ακατάκτητες • | ακατάκτητα • |
vocative | ακατάκτητε • | ακατάκτητη • | ακατάκτητο • | ακατάκτητοι • | ακατάκτητες • | ακατάκτητα • |