ανέμπιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ανέμπιστος • (anémpistos) m (feminine ανέμπιστη, neuter ανέμπιστο)
Declension[edit]
Declension of ανέμπιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανέμπιστος • | ανέμπιστη • | ανέμπιστο • | ανέμπιστοι • | ανέμπιστες • | ανέμπιστα • |
genitive | ανέμπιστου • | ανέμπιστης • | ανέμπιστου • | ανέμπιστων • | ανέμπιστων • | ανέμπιστων • |
accusative | ανέμπιστο • | ανέμπιστη • | ανέμπιστο • | ανέμπιστους • | ανέμπιστες • | ανέμπιστα • |
vocative | ανέμπιστε • | ανέμπιστη • | ανέμπιστο • | ανέμπιστοι • | ανέμπιστες • | ανέμπιστα • |