αναυτολόγητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αναυτολόγητος • (anaftológitos) m (feminine αναυτολόγητη, neuter αναυτολόγητο)
- (nautical) unemployed
- (nautical) not on the ship's register/muster roll
Declension[edit]
Declension of αναυτολόγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναυτολόγητος • | αναυτολόγητη • | αναυτολόγητο • | αναυτολόγητοι • | αναυτολόγητες • | αναυτολόγητα • |
genitive | αναυτολόγητου • | αναυτολόγητης • | αναυτολόγητου • | αναυτολόγητων • | αναυτολόγητων • | αναυτολόγητων • |
accusative | αναυτολόγητο • | αναυτολόγητη • | αναυτολόγητο • | αναυτολόγητους • | αναυτολόγητες • | αναυτολόγητα • |
vocative | αναυτολόγητε • | αναυτολόγητη • | αναυτολόγητο • | αναυτολόγητοι • | αναυτολόγητες • | αναυτολόγητα • |
Related terms[edit]
- see: ναυτολόγιο n (naftológio, “ship's articles”)