αναφρόδιτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αναφρόδιτος • (anafróditos) m (feminine αναφρόδιτη, neuter αναφρόδιτο)
Declension[edit]
Declension of αναφρόδιτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναφρόδιτος • | αναφρόδιτη • | αναφρόδιτο • | αναφρόδιτοι • | αναφρόδιτες • | αναφρόδιτα • |
genitive | αναφρόδιτου • | αναφρόδιτης • | αναφρόδιτου • | αναφρόδιτων • | αναφρόδιτων • | αναφρόδιτων • |
accusative | αναφρόδιτο • | αναφρόδιτη • | αναφρόδιτο • | αναφρόδιτους • | αναφρόδιτες • | αναφρόδιτα • |
vocative | αναφρόδιτε • | αναφρόδιτη • | αναφρόδιτο • | αναφρόδιτοι • | αναφρόδιτες • | αναφρόδιτα • |
Related terms[edit]
- see: αφροδισία f (afrodisía, “sexual desire”)