ανεκμετάλλευτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανεκμετάλλευτος • (anekmetálleftos) m (feminine ανεκμετάλλευτη, neuter ανεκμετάλλευτο)
- unexploited, not utilised, untapped (resources, wealth, etc)
Declension
[edit]Declension of ανεκμετάλλευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεκμετάλλευτος • | ανεκμετάλλευτη • | ανεκμετάλλευτο • | ανεκμετάλλευτοι • | ανεκμετάλλευτες • | ανεκμετάλλευτα • |
genitive | ανεκμετάλλευτου • | ανεκμετάλλευτης • | ανεκμετάλλευτου • | ανεκμετάλλευτων • | ανεκμετάλλευτων • | ανεκμετάλλευτων • |
accusative | ανεκμετάλλευτο • | ανεκμετάλλευτη • | ανεκμετάλλευτο • | ανεκμετάλλευτους • | ανεκμετάλλευτες • | ανεκμετάλλευτα • |
vocative | ανεκμετάλλευτε • | ανεκμετάλλευτη • | ανεκμετάλλευτο • | ανεκμετάλλευτοι • | ανεκμετάλλευτες • | ανεκμετάλλευτα • |
Related terms
[edit]- εκμεταλλεύομαι (ekmetallévomai, “to exploit”)