αντεπιστημονικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αντ- (ant-) + επιστημονικός (epistimonikós, “scientific”)
Adjective
[edit]αντεπιστημονικός • (antepistimonikós) m (feminine αντεπιστημονική, neuter αντεπιστημονικό)
- unscientific
- Synonym: αντιεπιστημονικός (antiepistimonikós)
Declension
[edit]Declension of αντεπιστημονικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντεπιστημονικός • | αντεπιστημονική • | αντεπιστημονικό • | αντεπιστημονικοί • | αντεπιστημονικές • | αντεπιστημονικά • |
genitive | αντεπιστημονικού • | αντεπιστημονικής • | αντεπιστημονικού • | αντεπιστημονικών • | αντεπιστημονικών • | αντεπιστημονικών • |
accusative | αντεπιστημονικό • | αντεπιστημονική • | αντεπιστημονικό • | αντεπιστημονικούς • | αντεπιστημονικές • | αντεπιστημονικά • |
vocative | αντεπιστημονικέ • | αντεπιστημονική • | αντεπιστημονικό • | αντεπιστημονικοί • | αντεπιστημονικές • | αντεπιστημονικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντεπιστημονικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντεπιστημονικός, etc.) |
Related terms
[edit]- επιστημονικός (epistimonikós, “scientific”, adjective)