αξίδιαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αξίδιαστος • (axídiastos) m (feminine αξίδιαστη, neuter αξίδιαστο)
Declension[edit]
Declension of αξίδιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξίδιαστος • | αξίδιαστη • | αξίδιαστο • | αξίδιαστοι • | αξίδιαστες • | αξίδιαστα • |
genitive | αξίδιαστου • | αξίδιαστης • | αξίδιαστου • | αξίδιαστων • | αξίδιαστων • | αξίδιαστων • |
accusative | αξίδιαστο • | αξίδιαστη • | αξίδιαστο • | αξίδιαστους • | αξίδιαστες • | αξίδιαστα • |
vocative | αξίδιαστε • | αξίδιαστη • | αξίδιαστο • | αξίδιαστοι • | αξίδιαστες • | αξίδιαστα • |
Further reading[edit]
- ξίδι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el