αποπλανητικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αποπλανητικός • (apoplanitikós) m (feminine αποπλανητική, neuter αποπλανητικό)
Declension[edit]
Declension of αποπλανητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποπλανητικός • | αποπλανητική • | αποπλανητικό • | αποπλανητικοί • | αποπλανητικές • | αποπλανητικά • |
genitive | αποπλανητικού • | αποπλανητικής • | αποπλανητικού • | αποπλανητικών • | αποπλανητικών • | αποπλανητικών • |
accusative | αποπλανητικό • | αποπλανητική • | αποπλανητικό • | αποπλανητικούς • | αποπλανητικές • | αποπλανητικά • |
vocative | αποπλανητικέ • | αποπλανητική • | αποπλανητικό • | αποπλανητικοί • | αποπλανητικές • | αποπλανητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποπλανητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποπλανητικός, etc.) |
Related terms[edit]
- see: αποπλανώ (apoplanó, “to seduce”)