αποχρωστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αποχρωστικός • (apochrostikós) m (feminine αποχρωστική, neuter αποχρωστικό)
- decolorising (UK), decolorizing (US)
Declension[edit]
Declension of αποχρωστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποχρωστικός • | αποχρωστική • | αποχρωστικό • | αποχρωστικοί • | αποχρωστικές • | αποχρωστικά • |
genitive | αποχρωστικού • | αποχρωστικής • | αποχρωστικού • | αποχρωστικών • | αποχρωστικών • | αποχρωστικών • |
accusative | αποχρωστικό • | αποχρωστική • | αποχρωστικό • | αποχρωστικούς • | αποχρωστικές • | αποχρωστικά • |
vocative | αποχρωστικέ • | αποχρωστική • | αποχρωστικό • | αποχρωστικοί • | αποχρωστικές • | αποχρωστικά • |
Related terms[edit]
- see: απόχρωση f (apóchrosi, “colour, hue”)