αστροφώτιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αστροφώτιστος • (astrofótistos) m (feminine αστροφώτιστη, neuter αστροφώτιστο)
Declension[edit]
Declension of αστροφώτιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστροφώτιστος • | αστροφώτιστη • | αστροφώτιστο • | αστροφώτιστοι • | αστροφώτιστες • | αστροφώτιστα • |
genitive | αστροφώτιστου • | αστροφώτιστης • | αστροφώτιστου • | αστροφώτιστων • | αστροφώτιστων • | αστροφώτιστων • |
accusative | αστροφώτιστο • | αστροφώτιστη • | αστροφώτιστο • | αστροφώτιστους • | αστροφώτιστες • | αστροφώτιστα • |
vocative | αστροφώτιστε • | αστροφώτιστη • | αστροφώτιστο • | αστροφώτιστοι • | αστροφώτιστες • | αστροφώτιστα • |
Related terms[edit]
- αστροφεγγιά f (astrofengiá, “starlight”)
- and see: αστέρας m (astéras, “star”)