διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος • (diaithylamídio tou lysergikoú oxéos) n (uncountable)
Synonyms
[edit]- (initialism) LSD n
Further reading
[edit]- διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el