εξάρτιση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]- Homophones: εξάρτηση (exártisi, “dependence”), εξάρτυση (exártysi, “equipment”)
Noun
[edit]εξάρτιση • (exártisi) f (plural εξαρτίσεις)
Declension
[edit]Declension of εξάρτιση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | εξάρτιση • | εξαρτίσεις • | |
genitive | εξάρτισης • | εξαρτίσεων • | |
accusative | εξάρτιση • | εξαρτίσεις • | |
vocative | εξάρτιση • | εξαρτίσεις • | |
Older or formal genitive singular: εξαρτίσεως • |