καλικαντζαράκι

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

καλικάντζαρος (kalikántzaros) +‎ -άκι (-áki).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kalikandzaˈɾaci/
  • Hyphenation: κα‧λι‧κα‧ντζα‧ρά‧κι

Noun

[edit]

καλικαντζαράκι (kalikantzarákin (plural καλικαντζαράκια)

  1. diminutive of καλικάντζαρος (kalikántzaros, gremlin, goblin)

Declension

[edit]

Synonyms

[edit]