μυρωμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of μυρώνομαι (myrónomai), passive voice of μυρώνω (myróno).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]μυρωμένος • (myroménos) m (feminine μυρωμένη, neuter μυρωμένο)
Declension
[edit]Declension of μυρωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μυρωμένος • | μυρωμένη • | μυρωμένο • | μυρωμένοι • | μυρωμένες • | μυρωμένα • |
genitive | μυρωμένου • | μυρωμένης • | μυρωμένου • | μυρωμένων • | μυρωμένων • | μυρωμένων • |
accusative | μυρωμένο • | μυρωμένη • | μυρωμένο • | μυρωμένους • | μυρωμένες • | μυρωμένα • |
vocative | μυρωμένε • | μυρωμένη • | μυρωμένο • | μυρωμένοι • | μυρωμένες • | μυρωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μυρωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μυρωμένος, etc.) |
Antonyms
[edit]αμύρωτος (amýrotos)
Related terms
[edit]- see: μύρο n (mýro, “myrhh”)