νευροτοξικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]νευροτοξικός • (nevrotoxikós) m (feminine νευροτοξική, neuter νευροτοξικό)
Declension
[edit]Declension of νευροτοξικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νευροτοξικός • | νευροτοξική • | νευροτοξικό • | νευροτοξικοί • | νευροτοξικές • | νευροτοξικά • |
genitive | νευροτοξικού • | νευροτοξικής • | νευροτοξικού • | νευροτοξικών • | νευροτοξικών • | νευροτοξικών • |
accusative | νευροτοξικό • | νευροτοξική • | νευροτοξικό • | νευροτοξικούς • | νευροτοξικές • | νευροτοξικά • |
vocative | νευροτοξικέ • | νευροτοξική • | νευροτοξικό • | νευροτοξικοί • | νευροτοξικές • | νευροτοξικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο νευροτοξικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο νευροτοξικός, etc.) |