ξενοδοχοϋπαλλήλους
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ξενοδοχοϋπαλλήλους • (xenodochoÿpallílous) m or f
- Accusative plural form of ξενοδοχοϋπάλληλος (xenodochoÿpállilos).
ξενοδοχοϋπαλλήλους • (xenodochoÿpallílous) m or f