πρησμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of πρήζομαι (prízomai), passive voice of πρήζω (prízo, “I swell”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]πρησμένος • (prisménos) m (feminine πρησμένη, neuter πρησμένο)
- swollen, bloated (distended)
- Είδα το πρησμένο πρόσωπο και κατάλαβα ότι είχε αλλεργία.
- Eída to prisméno prósopo kai katálava óti eíche allergía.
- I saw her swollen face and realized she had an allergy.
Declension
[edit]Declension of πρησμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρησμένος • | πρησμένη • | πρησμένο • | πρησμένοι • | πρησμένες • | πρησμένα • |
genitive | πρησμένου • | πρησμένης • | πρησμένου • | πρησμένων • | πρησμένων • | πρησμένων • |
accusative | πρησμένο • | πρησμένη • | πρησμένο • | πρησμένους • | πρησμένες • | πρησμένα • |
vocative | πρησμένε • | πρησμένη • | πρησμένο • | πρησμένοι • | πρησμένες • | πρησμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πρησμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πρησμένος, etc.) |
Synonyms
[edit]- (bloated): φουσκωμένος (fouskoménos), τουμπανιασμένος (toumpaniasménos) (informal)