ρατσιστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ρατσιστικός • (ratsistikós) m (feminine ρατσιστική, neuter ρατσιστικό)
- racist
- Antonym: αντιρατσιστικός (antiratsistikós)
Declension
[edit]Declension of ρατσιστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ρατσιστικός • | ρατσιστική • | ρατσιστικό • | ρατσιστικοί • | ρατσιστικές • | ρατσιστικά • |
genitive | ρατσιστικού • | ρατσιστικής • | ρατσιστικού • | ρατσιστικών • | ρατσιστικών • | ρατσιστικών • |
accusative | ρατσιστικό • | ρατσιστική • | ρατσιστικό • | ρατσιστικούς • | ρατσιστικές • | ρατσιστικά • |
vocative | ρατσιστικέ • | ρατσιστική • | ρατσιστικό • | ρατσιστικοί • | ρατσιστικές • | ρατσιστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ρατσιστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ρατσιστικός, etc.) |
Related terms
[edit]- see: ράτσα f (rátsa, “race”)
Further reading
[edit]- Ρατσισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el