σιντριβάνι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- συντριβάνι (syntriváni)
Etymology
[edit]Borrowed from Ottoman Turkish شادروان (şadırvan, şadrevan). Contaminated with συντρίβω (syntrívo, “to shatter, crush”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]σιντριβάνι • (sintriváni) n (plural σιντριβάνια)
Declension
[edit]Declension of σιντριβάνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σιντριβάνι • | σιντριβάνια • |
genitive | σιντριβανιού • | σιντριβανιών • |
accusative | σιντριβάνι • | σιντριβάνια • |
vocative | σιντριβάνι • | σιντριβάνια • |
References
[edit]- σιντριβάνι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language