ανέγγυος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀνέγγυος
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ανέγγυος • (anéngyos) m (feminine ανέγγυα, neuter ανέγγυο)
- (commerce) unsecured, unguaranteed
- Synonym: ανεγγύητος (anengýitos)
Declension
[edit]Declension of ανέγγυος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανέγγυος • | ανέγγυα • | ανέγγυο • | ανέγγυοι • | ανέγγυες • | ανέγγυα • |
genitive | ανέγγυου • | ανέγγυας • | ανέγγυου • | ανέγγυων • | ανέγγυων • | ανέγγυων • |
accusative | ανέγγυο • | ανέγγυα • | ανέγγυο • | ανέγγυους • | ανέγγυες • | ανέγγυα • |
vocative | ανέγγυε • | ανέγγυα • | ανέγγυο • | ανέγγυοι • | ανέγγυες • | ανέγγυα • |
Related terms
[edit]- εγγύηση f (engýisi, guarantee)
- and see: εγγυώμαι (engyómai, “I guarantee”)
Further reading
[edit]- ανέγγυος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language