αναγνωστικό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναγνωστικό • (anagnostikó) n (plural αναγνωστικά)
- primer, reader (elementary reading book)
- school book
Declension
[edit]Declension of αναγνωστικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναγνωστικό • | αναγνωστικά • |
genitive | αναγνωστικού • | αναγνωστικών • |
accusative | αναγνωστικό • | αναγνωστικά • |
vocative | αναγνωστικό • | αναγνωστικά • |
Synonyms
[edit]- αναγνωσματάριο n (anagnosmatário)
Related terms
[edit]- αναγνωστικός (anagnostikós, “reading”, adjective)
- and see: ανάγνωση f (anágnosi, “reading”, noun)