ανυποχώρητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ανυποχώρητος • (anypochóritos) m (feminine ανυποχώρητη, neuter ανυποχώρητο)
- tenacious, inflexible, unyielding
- Synonym: ανένδοτος (anéndotos)
Declension[edit]
Declension of ανυποχώρητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανυποχώρητος • | ανυποχώρητη • | ανυποχώρητο • | ανυποχώρητοι • | ανυποχώρητες • | ανυποχώρητα • |
genitive | ανυποχώρητου • | ανυποχώρητης • | ανυποχώρητου • | ανυποχώρητων • | ανυποχώρητων • | ανυποχώρητων • |
accusative | ανυποχώρητο • | ανυποχώρητη • | ανυποχώρητο • | ανυποχώρητους • | ανυποχώρητες • | ανυποχώρητα • |
vocative | ανυποχώρητε • | ανυποχώρητη • | ανυποχώρητο • | ανυποχώρητοι • | ανυποχώρητες • | ανυποχώρητα • |