αρχαιομαθής
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αρχαιομαθής • (archaiomathís) m (feminine αρχαιομαθής, neuter αρχαιομαθές)
Declension[edit]
Declension of αρχαιομαθής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχαιομαθής • | αρχαιομαθής • | αρχαιομαθές • | αρχαιομαθείς • | αρχαιομαθείς • | αρχαιομαθή • |
genitive | αρχαιομαθούς • | αρχαιομαθούς • | αρχαιομαθούς • | αρχαιομαθών • | αρχαιομαθών • | αρχαιομαθών • |
accusative | αρχαιομαθή • | αρχαιομαθή • | αρχαιομαθές • | αρχαιομαθείς • | αρχαιομαθείς • | αρχαιομαθή • |
vocative | αρχαιομαθή • / αρχαιομαθής • | αρχαιομαθής • | αρχαιομαθές • | αρχαιομαθείς • | αρχαιομαθείς • | αρχαιομαθή • |
Related terms[edit]
- αρχαιομάθεια f (archaiomátheia, “study of A. Greek & Greece”)
- and see: αρχαίος (archaíos, “ancient, very old”, adjective)
Further reading[edit]
- αρχαιομαθής - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.