ελάφρωμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αλάφρωμα n (aláfroma)
Noun
[edit]ελάφρωμα • (eláfroma) n (plural ελαφρώματα)
Declension
[edit]Declension of ελάφρωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ελάφρωμα • | ελαφρώματα • |
genitive | ελαφρώματος • | ελαφρωμάτων • |
accusative | ελάφρωμα • | ελαφρώματα • |
vocative | ελάφρωμα • | ελαφρώματα • |
Related terms
[edit]- see: ελαφρός (elafrós, “soft, light”)